ανεπίκριτος

ανεπίκριτος
-η, -ο (AM ἀνεπίκριτος, -ον)
νεοελλ.
εκείνος εναντίον του οποίου δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να διατυπωθεί επίκριση
μσν.
αυτός που δεν γίνεται σύμφωνα με την ορθή κρίση, ο παράλογος
αρχ.
1. αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να υπάρξει οριστική κρίση, ο ακαθόριστος
2. ο μη δοκιμασμένος, ο ασαφής
3. όποιος δεν έχει επίσημα εξεταστεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀνεπίκριτος — not decided masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπικρίτως — ἀνεπίκριτος not decided adverbial ἀνεπίκριτος not decided masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίκριτον — ἀνεπίκριτος not decided masc/fem acc sg ἀνεπίκριτος not decided neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπικρίτοις — ἀνεπίκριτος not decided masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπικρίτου — ἀνεπίκριτος not decided masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπικρίτους — ἀνεπίκριτος not decided masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπικρίτῳ — ἀνεπίκριτος not decided masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίκριτα — ἀνεπίκριτος not decided neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίκριτοι — ἀνεπίκριτος not decided masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”